μικρόστομο

μικρόστομο
το
ζωολ. βλ. μικρόστομος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μικρόστομος — η, ο (Α μικρόστομος, ον) αυτός που έχει μικρό στόμα ή μικρό στόμιο νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μικρόστομο ζωολ. γένος ραβδόκοιλων στροβιλιστικών πλατυελμίνθων τής οικογένειας τών μικροστομιδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + στόμα (πρβλ. μεγαλό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”